ικτήρ

ικτήρ
ἱκτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ικέτης
2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ»
Ζευς προστάτης τών ικετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τηρ (πρβλ. λου-τήρ, μηνυ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίκτηρ — ἴκτηρ, ος, ὁ (Α) ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος παράλλ. τ. τού ἴκτερος] …   Dictionary of Greek

  • ἱκτήρ — a suppliant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκτῆρα — ἱκτήρ a suppliant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκτῆρας — ἱκτήρ a suppliant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκτῆρες — ἱκτήρ a suppliant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκτῆρι — ἱκτήρ a suppliant masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκτῆρος — ἱκτήρ a suppliant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • ικετήρ — ἱκετήρ, ὁ, ἡ (Α) βλ. ικτήρ …   Dictionary of Greek

  • ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”